σκαλπέλο

σκαλπέλο
το, Ν
βλ. σκαρπέλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκαρπέλο — και σκαλπέλο, το, Ν είδος εργαλείου από χάλυβα που χρησιμοποιείται για κόψιμο, χάραξη ή ξύσιμο αντικειμένων, η σμίλη, κν. κοπίδι («με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν... την πέτρα μου», Οδ. Ελύτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”